Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών.

εργασίες:προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΜΑΘΗΤΩΝ
Αν θέλαμε να ιεραρχήσουμε τα προβλήματα, που μπορεί να παρουσιαστούν σε ένα συνηθισμένο σχολείο, ένα ειδικό σχολείο, μία συνηθισμένη σχολική τάξη ή μία ειδική τάξη, αυτό που πιθανόν θα έμπαινε στην πρώτη ή στις πρώτες θέσεις θα ήταν σίγουρα το πρόβλημα των ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο πρόβλημα μπορεί να γίνει αιτία και αφορμή για πολλά άλλα, που αφορούν τόσο το μαθητή στον οποίο παρουσιάζεται, όσο και το ευρύτερο σχολικό περιβάλλον. Έτσι σαν απόρροια μπορεί να έχουμε μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα προσαρμογής και κοινωνικοποίησης, διατάραξη του σχολικού κλίματος γενικά, και μακροχρόνια πρόβλημα παραβατικότητας.
Οι αιτίες της προβληματικής συμπεριφοράς μπορεί να είναι εγγενείς στο άτομο, να είναι δηλαδή οργανικής προέλευσης ή να είναι περιβαλλοντικής φύσης. Οι εγγενείς αιτίες μπορεί να αφορούν υπερκινητικότητα, χαμηλή νοημοσύνη, συναισθηματικές διαταραχές, ψυχοπαθολογία. Στις περιβαλλοντικές αιτίες μπορούμε να συμπεριλάβουμε ένα στερημένο, διαταραγμένο και χαώδες οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον, αλλά και ένα προβληματικό και μη ευέλικτο σχολικό περιβάλλον.
Ας δούμε όμως πως οι παραπάνω αιτίες οδηγούν, με μαθηματική θα λέγαμε ακρίβεια, στην ανεπιθύμητη ή διαταραγμένη όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε συμπεριφορά.
Η υπερκινητικότητα από μόνη της αποτελεί μια προβληματική συμπεριφορά και ίσως τη συχνότερη. Το φαινόμενο έχει απασχολήσει επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και αναφέρεται με τον όρο Υπερκινητικό Σύνδρομο, αφορά δε στο συνδυασμό ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Το DSM III (1980) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας θέτει σαν προϋπόθεση για τη διάγνωση της διαταραχής τη συνύπαρξη συμπτωμάτων απροσεξίας και υπερκινητικότητας. Στο DSM III-R (1990) έχουμε ένα κατάλογο 14 συμπεριφορών με 8 απ' αυτές αρκετές για τη διάγνωση, που όμως δεν υιοθετείται στη 10η αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Νόσων (ICD-10, 1990) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όπου δίνεται προτεραιότητα στις υπερκινητικές εκδηλώσεις και συμπεριφορές ελλειμματικής προσοχής.
Το ενδιαφέρον των ειδικών είναι εντονότατο, αρκεί να αναφέρουμε ότι στο διάστημα 1957-60 έχουμε δημοσιευμένα 31 σχετικά άρθρα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ μεταξύ 1977-80 7.000.(1)
Το σύνδρομο εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια απ' ότι στα κορίτσια και φυσικά υπάρχουν διαφορές ως προς την ποιότητα και την ποσότητα του φαινομένου. Ακόμη παρατηρείται σε σημαντικό ποσοστό να επιμένουν οι πυρηνικές του δυσκολίες και στην εφηβεία αλλά και στην ενηλικίωση.(1)
Όπως είναι πολύ φυσικό, μέσα στο σχολικό περιβάλλον, όπου επιδιώκεται η τάξη, όχι ίσως όπως παλαιότερα σαν αυτοσκοπός αλλά σαν αναγκαία συνθήκη για να υπάρχει το κατάλληλο μαθησιακό κλίμα, η υπερκινητικότητα είναι απορριπτέα.
Ο μη σωστός χειρισμός του προβλήματος μπορεί και οδηγεί συνήθως σε μαθησιακές δυσκολίες και κατ' επέκταση σε σχολική αποτυχία και συχνά σε περιθωριοποίηση το μαθητή. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε χειροτέρευση της όλης κατάστασης, που γίνεται πιο πολύπλοκη και δυσχείριστη, αφού αναπτύσσεται δευτερογενώς ενοχλητική ή επιθετική συμπεριφορά από το παιδί, που αφορά σε τέσσερις στόχους: 1. Παρέλκυση προσοχής, 2. Επίδειξη δύναμης, 3. Εκδίκηση, 4. Επίδειξη ανικανότητας.(2)
Όπως όμως προαναφέραμε η ανεπιθύμητη συμπεριφορά μπορεί να εδράζει την αιτιολογία της, πέρα από την διαταραχή της υπερκινητικότητας, σε νοητική στέρηση , συναισθηματική διαταραχή και ψυχοπαθολογία. Στις περιπτώσεις αυτές οι δυνατότητες παρέμβασης αφορούν κυρίως ειδικούς, ψυχιάτρους, ψυχολόγους και ειδικούς παιδαγωγούς. Να σημειώσουμε εδώ ότι στην περίπτωση της υπερκινητικότητας υπάρχει και η δυνατότητα φαρμακευτικής επέμβασης κυρίως με διεγερτικά, με αποτελεσματικότητα που εγγίζει το 75%, φυσικά κάτω από τις οδηγίες ψυχιάτρου. Η παιδαγωγική αντιμετώπιση εντάσσεται στα πλαίσια των γενικών αρχών και τεχνικών που θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η ανεπιθύμητη συμπεριφορά, όπως προαναφέραμε, μπορεί να εμφανιστεί και λόγω δυσμενών περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως ένα διαταραγμένο και χαοτικό οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον. Το παιδί προκειμένου να ισορροπήσει συναισθηματικά και να επιβιώσει, θα αναπτύξει ενδεχομένως στρατηγικές και τεχνικές μη αποδεκτές στο σχολείο, που θα αφορούν στους τέσσερις στόχους που προαναφέραμε.
Αλλά και το μη ευέλικτο και απρόσωπο σχολικό περιβάλλον μπορεί να συντελέσει σε σημαντικό βαθμό τόσο στην εμφάνιση όσο και στην ένταση της προβληματικής συμπεριφοράς, που μπορεί να προϋπήρχε σαν προδιάθεση. Τα περισσότερα προβλήματα προέρχονται κυρίως από το γεγονός ότι στο συνηθισμένο σχολείο και πολύ περισσότερο στο ειδικό σχολείο, απαιτείται η συνύπαρξη και συνεργασία ατόμων ή ομάδων διαφορετικής ηλικίας, κοινωνικής προέλευσης, πνευματικού επιπέδου, πολιτιστικού επιπέδου και ενδιαφερόντων.(3) Σ' αυτά να προσθέσουμε την ανταγωνιστικότητα, είτε σαν κίνητρο γνωστικής επίδοσης, είτε σαν κίνητρο συναισθηματικής συμπεριφοράς, που αντανακλά και το βαθμό ανταγωνιστικότητας, που επικρατεί στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.(4)
Όταν με τα παραπάνω συνυπάρχει η σχολική αποτυχία σαν αποτέλεσμα μαθησιακών δυσκολιών, τότε η κατάσταση περιπλέκεται και επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε ακόμη στα προβλήματα που δημιουργεί η συγκέντρωση πολλών παιδιών σε μικρούς σχετικά χώρους, με περιορισμό της κινητικότητάς τους και της φυσικής δυναμικής εκτόνωσης,(5) καθώς και στην επιθετική πολλές φορές συμπεριφορά του ίδιου του εκπαιδευτικού, που "εισπράττει" προσωπικά την επιθετικότητα του μαθητή, αλλά και στις επιβαλλόμενες ποινές, που πολλές φορές όχι μόνο θετικά αποτελέσματα δεν έχουν, αλλά οδηγούν σε αποξένωση και πλήττουν καίρια τις διαπροσωπικές σχέσεις δασκάλου μαθητή.(6)
Θα μπορούσαμε να συζητούμε επί μακρόν για τις αιτίες και τα αποτελέσματα της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς γιατί το θέμα είναι τεράστιο σε μέγεθος και σε επιπτώσεις. Αυτό όμως που κυρίως ενδιαφέρει είναι η πρόληψη και η αντιμετώπιση του προβλήματος. Η αλληλοενημέρωση γονέων και εκπαιδευτικών είναι πρωταρχικής σημασίας. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ιδιαιτερότητες των μαθητών του, αλλά και να ενημερώνει για ότι ανησυχητικό πέφτει στην αντίληψή του. Σημαντικό επίσης στοιχείο αποτελεί η δημιουργία και διατήρηση θετικού κλίματος στο σχολείο, που έχει σχέση τόσο με την υλικοτεχνική υποδομή, όσο και τις σωστές διαπροσωπικές σχέσεις σε επίπεδο δασκάλου μαθητή και μεταξύ μαθητών. Η ύπαρξη ανάλογου "ζωτικού χώρου" και η αίσθηση της ξεχωριστής προσωπικής γωνιάς για κάθε παιδί μπορεί να προλάβει ανεπιθύμητες εκδηλώσεις επιθετικότητας.
Σημαντικότατο επίσης είναι να υπάρχουν, σε επίπεδο σχολείου αλλά και σε επίπεδο τάξης, θεσμοθετημένοι ξεκάθαροι κανόνες αποδεκτής συμπεριφοράς, μετά από συμφωνία εκπαιδευτικών και μαθητών. Όταν όμως θέτουμε τα όρια τις αποδεκτής συμπεριφοράς πρέπει να αφήνουμε και συγκεκριμένα μικρά περιθώρια ανεκτικότητας.
Προληπτικό μέσο θα μπορούσε να θεωρηθεί και η λειτουργία του σχολείου και της τάξης στο χαμηλότερο δυνατό ανταγωνιστικό επίπεδο. Η ποικιλία επίσης των τρόπων και μέσων προσφοράς του διδακτικού υλικού μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση του ενδιαφέροντος εκείνων των μαθητών, που εύκολα πέφτουν σε αδιαφορία ονειροπόληση και απόσυρση.
Παρ' όλες τις προσπάθειες, που μπορεί να καταβάλουμε και τα μέτρα που θα πάρουμε, είναι βέβαιο ότι πολλές φορές θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Συνηθισμένη πρακτική είναι η ευκαιριακή αντιμετώπιση με διάφορες ποινές, που συνήθως επιδεινώνουν το πρόβλημα. Πολλοί είναι και οι εκπαιδευτικοί που ψάχνουν εναγωνίως αποτελεσματικές συνταγές αντιμετώπισης. Δυστυχώς τέτοιες συνταγές δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν, αφού κάθε παιδί αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και κάθε πρόβλημά του απαιτεί ειδική αντιμετώπιση. Υπάρχουν ωστόσο συγκεκριμένες αρχές και τεχνικές που μπορούν να μας δώσουν τη δυνατότητα να ενεργήσουμε θετικά και αποτελεσματικά.
Όταν βρεθούμε μπροστά σε μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά θα πρέπει να ξεκινήσουμε με ανάλυση των αιτίων της μέσα από διαδικασίες απλής ή συστηματικής παρατήρησης. Πολλές φορές μια μικρή τροποποίηση του περιβάλλοντος της τάξης μπορεί να λύσει προβλήματα. Μια μετακίνηση του μαθητή μακριά από το παράθυρο μπορεί να σταματήσει τη συνήθειά του να διασπά την προσοχή του κοιτάζοντας έξω. Η συνεργασία του με άλλο συμμαθητή ή άλλη ομάδα στην τάξη μπορεί να λύσει προβλήματα σχέσεων και απόδοσης στα μαθήματα. Μια δική μας παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει ένα μαθητή να βελτιώσει τη θέση του στο κοινωνιόγραμμα της τάξης με αποτέλεσμα τη βελτίωσή του στη συμπεριφορά και όχι μόνο.
Σε περίπτωση που η συμπεριφορά δεν αφορά προβλήματα διαγωγής, αλλά εμφανίζεται σαν απόσυρση, αδιαφορία και ονειροπόληση, η παρέμβασή μας θα πρέπει να είναι το ίδιο άμεση και δυναμική και να αφορά την παροχή ερεθισμάτων, κινήτρων για συνεργασία και επιβράβευση κάθε προσπάθειας για εργασία και συμμετοχή.
Σε φαινόμενα διαταρακτικής συμπεριφοράς και προβλημάτων διαγωγής χρειάζεται να υπάρχει σταθερή αντιμετώπιση. Διαφορετική αντιμετώπιση από μέρους του εκπαιδευτικού σε όμοιες καταστάσεις, προκαλεί σύγχυση στο παιδί, για το κατά πόσο είναι αποδεκτό αυτό που κάνει. Σε κάθε περίπτωση να θυμόμαστε να κατακρίνουμε τη συγκεκριμένη ανάρμοστη συμπεριφορά και όχι το πρόσωπο.
Επιβραβεύουμε σε κάθε ευκαιρία την πραγματικά θετική συμπεριφορά αλλά και το πρόσωπο και μάλιστα δημόσια.
Συνεργαζόμαστε σε κάθε προσπάθειά μας με όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό και τους γονείς δημιουργώντας "συμμάχους" και αποφεύγοντας καταστάσεις όπου "εμείς χτίζουμε" και άλλοι άθελά τους "γκρεμίζουν". Η συνεργασία μπορεί να επεκτείνεται και μεταξύ των μαθητών μας και δεν αποκλείει και το ίδιο το παιδί με τη δύσκολη συμπεριφορά εφ' όσον τη δεχτεί σαν πρόβλημα και προσπαθήσει να την ελέγξει.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σε κάθε περίπτωση είναι ευκολότερο να αντικαταστήσουμε μία ανεπιθύμητη συμπεριφορά με μια άλλη αποδεκτή παρά να την εξαλείψουμε. Επίσης η αποτελεσματικότητά μας θα εξαρτάται και από το κατά πόσο σε κάθε παρέμβασή μας υπεισέρχονται οι παράγοντες αγάπη, ενδιαφέρον και εμπιστοσύνη προς το παιδί με το οποίο δουλεύουμε.
Πέρα από τις παραπάνω γενικές αρχές υπάρχουν και συγκεκριμένες μέθοδοι και τεχνικές απόσβεσης ή καλύτερα τροποποίησης της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Οι τεχνικές αυτές απαιτούν απόλυτη συνεργασία των εμπλεκομένων, επιστημονική ανάλυση των αιτίων, συστηματική παρατήρηση και περιλαμβάνουν διαδικασίες καταγραφής συνθηκών, επιλογής κυρίαρχου προβλήματος, δημιουργία γραμμής βάσης, στοχοθέτηση ,αξιολόγηση αποτελεσμάτων και ανατροφοδότηση της διαδικασίας. Η παραπάνω διαδικασία και τεχνική μπορεί να διδαχτεί αποτελεσματικά μόνο στα πλαίσια ενός ειδικά οργανωμένου προγράμματος, που θα περιλαμβάνει και εργαστηριακές ασκήσεις.
Στην παρούσα εργασία έγινε προσπάθεια για μια πρώτη προσέγγιση του μεγάλου θέματος των προβλημάτων συμπεριφοράς. Έγινε μια αδρομερής αναφορά σε όρους και έννοιες και μια γενική ανάλυση σε ότι αφορά πρόληψη και αντιμετώπιση. Το όφελος όμως θα είναι σημαντικό αν και απλώς προβλημάτισε και έβαλε τις βάσεις για θεώρηση του όλου θέματος από άλλη οπτική γωνία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Καραντάνος Γ. Σύντομη αναφορά στο συμπόσιο της ΠΨ.Ε.Ε. με θέμα "Παιδιά με Υπερκινητικό Σύνδρομο και Διαταραχές Διαγωγής: Πρόκληση για τους Ειδικούς και το Σχολείο".Σημειώσεις για το Μ.Δ.Δ.Ε. 1995 2. Κατσούλη Συμεώνογλου Ασπ. "Αδιαφορία για μάθηση-ενοχλητική συμπεριφορά". περ. Το Σχολείο και το Σπίτι, τεύχος 403/1998 3. Καψάλη Αχ. "Η μαχητική επιθετικότητα:: Ερμηνεία της επιθετικής συμπεριφοράς στο σχολείο" περ. Τα Εκπαιδευτικά, τεύχη 31-32/1993 4. Κωνσταντινίδη Κ. "Ο ανταγωνισμός" περ. Σύγχρονη Εκπαίδευση. Τεύχος 11/1993 5. Παπαγεωργίου Γ. "Κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν αθροιστικά την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών" περ. Το Σχολείο και το Σπίτι, τεύχη 408-409/1998 6. Αλεξόπουλου Δ. "Η ποινή, τα κριτήριά και τα πρότυπά της" περ. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 7/1982
© Γιάννης ΠαπαθεμελήςΣχ. Συμβούλος Ειδικής Αγωγής 8ης Περιφέρειας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου